ξεθυμαίνω — ξεθυμαίνω, ξεθύμανα, ξεθυμασμένος βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεθυμαίνω — (Μ ξεθυμαίνω) νεοελλ. 1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν») 2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα… … Dictionary of Greek
ξεθυμαίνω — ξεθύμανα, ξεθυμασμένος 1. μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι, χάνω τις ουσίες μου, τη μυρωδιά μου: Ξεθύμανε το ούζο. – Ξεθύμανε η κολόνια. – Ξεθύμανε το πιπέρι. – Ξεθύμανε ο καφές. 2. μτφ., χάνω τη δύναμή μου, την αξία μου, αφανίζομαι: Ξεθύμανε η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεθύμασμα — το [ξεθυμαίνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθυμαίνω, εξάτμιση, εξαέρωση, ξέσπασμα, ξεθύμωμα, εξασθένηση, καταπράυνση 2. στον πληθ. τα ξεθυμάσματα ιατρ. δερματικά εξανθήματα τού προσώπου που εμφανίζονται συνήθως στα νεαρά άτομα … Dictionary of Greek
εκπνέω — (AM ἐκπνέω, Α και ἐκπνείω) 1. (για έμβια) βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα 2. παραδίδω το πνεύμα μου, πεθαίνω νεοελλ. (για χρόνο) εξαντλούμαι, τελειώνω αρχ. 1. (για τον εισπνεόμενο αέρα) βγαίνω έξω πνέοντας 2. φυσώ σαν πνοή 3.… … Dictionary of Greek
εναποτίθεμαι — ἐναποτίθεμαι (AM) μσν. 1. περικλείω, περιλαμβάνω 2. παραδίδω στον θάνατο αρχ. 1. τοποθετώ μέσα σε κάτι, αποθέτω, βάζω στη θέση του 2. προξενώ 3. φρ. «ἐναποτίθεμαι τὴν ὀργήν» ξεθυμαίνω (Διόδ. Σικ.) … Dictionary of Greek
εξανθώ — και εξανθίζω (AM ἐξανθῶ, έω) 1. ανθίζω, λουλουδίζω, ανθώ («ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος ὡσεὶ κρίνον, Κύριε», Μηναία) 2. εμφανίζω εξανθήματα 3. χημ. αναδίδω άλατα ή σκουριά πάνω στην επιφάνεια μου 4. (για χρώματα) ξεθωριάζω 5. (για κρασί) ξεθυμαίνω αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εξατμίζω — (AM ἐξατμίζω) [ατμίζω] 1. μετατρέπω υγρό σε ατμό, σε αεριώδη κατάσταση («τοῡ πυρὸς ἐξατμίσαντος ἐκ τῆς γῆς τὸ ὑγρόν», Αριστοτ.) νεοελλ. Ι. 1. ενεργώ ώστε από κλειστό σκεύος να βγει ο ατμός («εξάτμισε τη μηχανή») ΙΙ εξατμίζομαι 1. (για αφρό… … Dictionary of Greek
κοπάζω — (ΑM κοπάζω) [κόπος] καταπαύω, λιγοστεύω, ησυχάζω, εξασθενώ, ξεθυμαίνω (α. «κόπασε λίγο ο αέρας και έτσι μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο θυμός του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η πυρκαγιά» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῡ πολέμου», ΠΔ … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεσπώ — άω και ξεσπάζω και ξεσπάνω 1. (ιδίως για υγρό) σπάζω το εμπόδιο που μέ συγκρατεί και χύνομαι με ορμή 2. μτφ. εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου με βίαιο ή απότομο τρόπο, εκδηλώνομαι ορμητικά, βίαια, ραγδαία 3. ξεθυμαίνω, ικανοποιώ την οργή μου («θα… … Dictionary of Greek